ατσαλένιος

ατσαλένιος
[ацалэньСс] εκ. стальной.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ατσαλένιος" в других словарях:

  • ατσαλένιος — και ατσάλινος, η, ο 1. κατασκευασμένος από ατσάλι, χαλύβδινος 2. σκληρός και ανθεκτικός σαν ατσάλι …   Dictionary of Greek

  • ατσαλένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από ατσάλι, χαλύβδινος: Τα χρηματοκιβώτια των Τραπεζών είναι ατσαλένια. 2. ανθεκτικός, δυνατός: Τα νεύρα μου δεν είναι ατσαλένια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • χαλύβδινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από χάλυβα, ο ατσαλένιος. 2. ο ακατάβλητος, ο πολύ ισχυρός σαν χάλυβας: Έχει χαλύβδινη θέληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»